- Ἀνθεμόκριτος
- Ἀνθεμόκριτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανθεμόκριτος — Αθηναίος κήρυκας ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, στάλθηκε με επίσημη αποστολή στα Μέγαρα, όπου όμως οι Μεγαρείς, που μισούσαν τους Αθηναίους, τον σκότωσαν. Μετά από αυτό, οι Αθηναίοι αποφάσισαν, σύμφωνα με το κατά Μεγαρέων ψήφισμα, να… … Dictionary of Greek
Ἀνθεμοκρίτου — Ἀνθεμόκριτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμόκριτον — Ἀνθεμόκριτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek